ρητήρ

ρητήρ
-ῆρος, ό, Α
1. ο ρήτορας
2. φρ. «ῥητὴρ δικῶν» — συνήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (βλ. λ. είρω (ΙΙ)], με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το β' φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, ῥῆμα, ῥητός) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλη-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥητήρ — speaker masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρ' — ῥητῆρα , ῥητήρ speaker masc acc sg ῥητῆρι , ῥητήρ speaker masc dat sg ῥητῆρε , ῥητήρ speaker masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρα — ῥητήρ speaker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρας — ῥητήρ speaker masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρες — ῥητήρ speaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρος — ῥητήρ speaker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρσι — ῥητήρ speaker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῆρσιν — ῥητήρ speaker masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητήρων — ῥητήρ speaker masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЖРЕЦЫ —    • Sacerdōtes,          ι̉ερει̃ς. А) У греков Ж. были настоящими органами религиозного культа, они вводили и поддерживали общение людей с богами, совершая на священных местах, в храмах и на алтарях богослужебные обряды, а именно: молитвы и… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”